- εύκλειστος
- εὔκλειστος, -ον (ΑΜ)αυτός που κλείνει ή είναι κλεισμένος καλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλειστός (< κλείω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔκλειστος — well shut masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔκλειστοι — εὔκλειστος well shut masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εϋκλήις — ἐϋκλήϊς, ῑδος, ἡ (Α) (επικ. τ. τού θηλ. εύκλειστος) η κλεισμένη καλά («θύρη... ἐϋκλήϊς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κληΐς, επικ. τ. τού κλεις «σύρτης, αμπάρα»] … Dictionary of Greek